
Όλη η ταινία είναι τοποθετημένη σε μια θεατρική σκηνή. Ο Trier δείχνει ότι επιθυμεί να πει μόνο την ιστορία και δε θέλει τίποτα άλλο να αποσπά την προσοχή του θεατή από αυτήν. Σκηνικά υπάρχουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα για την παρουσίαση ενός πολύ καλού έως εξαιρετικού σεναρίου. Επίσης αισθητικά, βρίσκεται πολύ μακριά από την υπερβολή και το συντηρητισμό της παράνοιας, που τόσο τραβιέται σε “ψαγμένες” ταινίες τα τελευταία χρόνια. Ο Trier με έναν αριστοτεχνικό τρόπο σκιαγραφεί την διαδικασία της εκμετάλλευσης, μια διαδικασία στην οποία έχει τα θεμέλιά της η Αμερικανική καθώς και η δυτική κοινωνία. Σχεδόν σε κάθε πεντάλεπτο της ταινίας θίγεται και από ένα θέμα που από μόνο του θα μπορούσε να μονοπωλεί το ενδιαφέρον. Ο θεατής δέχεται ένα καταιγισμό σκέψεων και προβληματισμών, που διαδέχονται ο ένας τον άλλο. Η ροή της ταινίας κρατά ένα σταθερό τέμπο, που το δίνει ο αφηγητής, με ένα πολύ διασκεδαστικό και ελαφρώς ειρωνικό ύφος στην αφήγησή του.

Σύντροφός της σε αυτό το δύσκολο παιχνίδι ο Τομ, ένας διανοούμενος συγγραφέας, που δεν δουλεύει γιατί δεν πρέπει να αποσπάται από την έμπνευσή του. Ενσαρκώνει το σύνολο των απολιτίκ σκεπτόμενων, που η ιντελεκτουέλ σκέψη τους δε μπορεί να μολύνεται από σκοτούρες πραγματικής ανατροπής και δικαιοσύνης.

Τελικά οι κάτοικοι του Dogville, αφού δεν αντέχουν ούτε τους ίδιους τους τους εαυτούς, καλούν τους γκάνγκστερ για να παραλάβουν τη Γκρέις, για να την τιμωρήσουν που τόλμησε να τους δείξει ποιοι είναι, χωρίς όμως ποτέ ουσιαστικά να αντιδράσει απέναντί τους. Μάλιστα κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού τους έχουν και την ελπίδα για μία πλούσια αμοιβή. Με τον ερχομό των γκάνγκστερ, η σπίθα που σιγοκαίει από την αρχή της ταινίας γίνεται φωτιά ολόκληρη. Η δύναμη που φέρνουν στο χωριό, αποδεικνύεται ότι ήταν η δύναμη της Γκρέις, η οποία πεισματικά αρνιόταν να την χρησιμοποιήσει. Η Γκρέις λοιπόν εξεγείρεται και διατάζει τους φουσκωτούς του αρχιγκάνγκστερ πατέρα της: “Αν υπάρχει μία πόλη χωρίς την οποία ο κόσμος θα ήταν καλύτερος, τότε αυτή είναι το Dogville. Αυτό το μέρος δεν αξίζει να υπάρχει, κάψτε το!” Μάλιστα δεν αρκείται στη βία απλά για την παύση των δεινών της, αλλά δείχνει και μεγάλη εκδικητικότητα απέναντι στους δυνάστες της, όπως δείχνει ο παραλληλισμός των παιδιών της Βέρας με τις κούκλες της. Όσο για τον Τομ... “Μερικά πράγματα πρέπει να τα κάνεις μόνος σου”, μονολογεί και πράττει.
Με τις τελευταίες αυτές σκηνές έρχεται και το απόσταγμα της ταινίας. Κάτι που υπάρχει αθόρηβα από το πρώτο λεπτό, και όσο περνά η ώρα δυναμώνει και στο τέλος ουρλιάζει: η (αν)ηθική της επανάστασης. Ο εκμεταλλευόμενος δεν είναι καλός ή κακός άνθρωπος. Απλά εκμεταλλευόμενος. Και το δίκαιο που έχει δεν μπορεί να το χάσει από τον “άσχημο” τρόπο που θα το διεκδικήσει. Μπορεί να το χάσει μόνο αν δεν το διεκδικήσει.

Υπάρχει η φήμη ότι ο Τρίερ δεν έχει πάει ποτέ στην Αμερική. Δεν ξέρω αν ισχύει, αλλά ίσως τελικά να μην μιλά μόνο για την Αμερική...
Μην κάνετε το λάθος να προσπεράσετε τους εκπληκτικούς τίτλους τέλους. Είναι παραπάνω απ' τον μισό επίλογο της ταινίας. Ακούμε το Young Americans του David Bowie και βλέπουμε εικόνες από την πραγματική Αμερική της εκμετάλλευσης, όχι αυτήν των ψευδαισθήσεων της δήθεν πολυπολιτισμικότητας της Νέας Υόρκης και της ελευθερίας της ανάπτυξης. Οι εικόνες και ο ήχος που φτάνουν στο θεατή δεν θέλουν να δημιουργήσουν τα συναισθήματα του οίκτου ή της συγκίνησης. Μόνο οργή και αισιοδοξία! Εμπρός...
Δείτε το treiler της ταινίας
Kατεβάστε την ταινία με Ελληνικούς υπότιτλους με χρήση cryptload απο εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου