Το επαναστατικό κίνημα στην Ινδία

Το 1967 το Ναξαλμπάρι, κοντά στα σύνορα με το Νεπάλ, αναδείχθηκε σε επίκεντρο μιας ένοπλης αγροτικής εξέγερσης, η οποία καθοδηγούνταν από κομμουνιστές που σταδιακά αποσπάστηκαν από το τότε "επίσημο" κομμουνιστικό κίνημα. Παρόλο που αυτή η εξέγερση καταπνίγηκε σχετικά σύντομα (και πολύ βίαια), σημάδεψε και ενέπνευσε τη γέννηση του ινδικού μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος – γι’ αυτό και οι μαοϊκοί της Ινδίας ονομάστηκαν "ναξαλίτες". Από το κρατίδιο της Δυτικής Βεγγάλης, στο οποίο ανήκει το Ναξαλμπάρι, οι ναξαλίτες γρήγορα εξαπλώθηκαν σε πολλά ακόμη ινδικά κρατίδια, ιδίως στην κεντρική και ανατολική Ινδία. Το 1972 ο στρατός συνέλαβε τον ιστορικό ηγέτη του νεαρού Κ.Κ. Ινδίας (Μ-Λ) Τσαρού Μαγιουμντάρ, και 12 μέρες αργότερα ανακοινώθηκε ο "θάνατός του υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες"… Ακολούθησε τεράστια καταστολή, με χιλιάδες δολοφονημένους και δεκάδες χιλιάδες μαοϊκούς στις φυλακές, που οδήγησε σε κρίση και αλλεπάλληλες διασπάσεις του κόμματος. Η πτώση της κυβέρνησης της Ίντιρα Γκάντι και η λήξη της "κατάστασης έκτακτης ανάγκης" το 1977 σηματοδότησε την αρχή της ανάκαμψης του μαοϊκού κινήματος, αν και διασπασμένου πλέον. Ένα τμήμα των μαοϊκών σταμάτησε τον ένοπλο αγώνα και στράφηκε στην οργάνωση νόμιμων μαζικών κινημάτων, ενώ άλλο εξακολούθησε να εφαρμόζει την τακτική του "παρατεταμένου λαϊκού πολέμου", επικεντρώνοντας τη δράση του ανάμεσα στα πιο καταπιεσμένα στρώματα της υπαίθρου: τις κατώτερες κάστες, τους ακτήμονες εργάτες γης και τους ιθαγενείς πληθυσμούς. Από αυτό το ρεύμα, μετά από σταδιακή συνένωση διαφόρων οργανώσεων, προήλθε το σημερινό Κ.Κ. Ινδίας (Μαοϊκό), που έφτασε να ανακηρυχθεί από τον σημερινό πρωθυπουργό της Ινδίας, τον Μανμοχάν Σινγκχ, "η σημαντικότερη πρόκληση για την εσωτερική ασφάλεια που αντιμετώπισε ποτέ η χώρα μας". Σύμφωνα με τις κυβερνητικές εκτιμήσεις, οι μαοϊκοί σήμερα δρουν σε 13 από τα 28 ινδικά κρατίδια και διατηρούν ένα μόνιμο στρατό 20.000 ανταρτών, που ενισχύεται από διπλάσιο έως τριπλάσιο αριθμό τοπικών λαϊκών πολιτοφυλακών. Τα τελευταία χρόνια έχουν πρωτοστατήσει στην ένοπλη οργάνωση και αντίσταση των φτωχών χωρικών σε διάφορες περιοχές της Ινδίας οι οποίες έχουν μπει στο "αναπτυξιακό" στόχαστρο της κεντρικής κυβέρνησης και των πολυεθνικών.

Ένα αχανές "θαύμα" για πολύ λίγους

Η Ινδία είναι η δεύτερη πολυπληθέστερη χώρα στον κόσμο, με περίπου 1,2 δισεκατομμύρια κατοίκους, και η έβδομη μεγαλύτερη σε έκταση. Είναι ένα κράτος ομοσπονδιακό (αποτελούμενο από 28 κρατίδια και 7 αυτόνομες περιοχές), πολυεθνικό, με 15 επίσημες γλώσσες και εκατοντάδες ακόμη διαλέκτους. Το 80% του πληθυσμού είναι ινδουιστές, και το υπόλοιπο 20% μοιράζεται σε μουσουλμάνους (13,4%), χριστιανούς (2,3%), σιχ (1,9%) κ.λπ.

Στις τεράστιες παραγκογειτονιές των ινδικών μεγα-πόλεων (η Βομβάη μετρά 14 εκατομμύρια κατοίκους, και υπάρχουν 20 πόλεις με πληθυσμό άνω του 1,5 εκατομμυρίου) αλλά και, κυρίως, στην αχανή ύπαιθρο φυτοζωούν εκατοντάδες εκατομμυρίων. Αυτοί, δηλαδή η τεράστια πλειοψηφία, δεν μοιράζονται το υποτιθέμενο ινδικό θαύμα – δηλαδή την αλματώδη ανάπτυξη που έχει καταστήσει την Ινδία μέλος της "ομάδας BRIC" (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα), που από πολλούς θεωρείται μελλοντικά απειλητική για τη διεθνή πρωτοκαθεδρία της Δύσης.

Η Ινδία κέρδισε την ανεξαρτησία της το 1947, αφού από το 18ο αιώνα υπέστη την κατοχή της κακόφημης Βρετανικής Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών και μετά "προήχθη" σε αποικία της Βρετανίας. Από τότε κυβερνήθηκε κυρίως από το κόμμα του Κογκρέσου, ενώ σε τοπικό επίπεδο, σε ορισμένα κρατίδια, κυριάρχησαν και κόμματα της Αριστεράς – όπως και φονταμενταλιστικά ινδουιστικά κόμματα, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες.

Από το 1947 μέχρι σήμερα η Ινδία γνώρισε και γνωρίζει τεράστιες αναταράξεις: την αιματηρή απόσπαση του Πακιστάν, μεγάλες λαϊκές εξεγέρσεις και αγροτικούς ξεσηκωμούς, αλλά και βίαια επεισόδια πολιτικών, εθνοτικών και θρησκευτικών συγκρούσεων. Στη δεκαετία του ’50 πήρε μέρος στη συγκρότηση του Κινήματος των Αδεσμεύτων, ενώ αργότερα συντάχθηκε ουσιαστικά με τη Ρωσία και έφτασε να προχωρήσει σε ένοπλη σύρραξη με την Κίνα του Μάο.

Σήμερα, ενώ η ινδική άρχουσα τάξη κλίνει όλο και περισσότερο προς τη Δύση (ενώ ταυτόχρονα ενισχύει τις επεκτατικές της βλέψεις, όπως δείχνει και η ανάμιξή της στα εσωτερικά ζητήματα του Νεπάλ) και εντείνει τις "μεταρρυθμίσεις", νέα μεγάλα κινήματα εμπνέονται από την επαναστατική παράδοση και διεκδικούν ανθρώπινη ζωή για την εξαθλιωμένη λαϊκή πλειοψηφία.



Το παρακάτω βίντεο δείχνει την Ιστορία του Μαοϊκου αντάρτικου της Ινδίας



Ένα πολύ καλό ρεπορτάζ του TV χωρίς σύνορα για το Μαοϊκό αντάρτικο στην Ινδία.



Με την αντίληψη ότι «οι μέρες του Γκάντι έχουν περάσει» να έχει ριζώσει στην πραγματικότητα της Ινδίας, η χώρα προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα μέτωπα που έχουν ανοίξει, τόσο στα σύνορά της όσο και στο εσωτερικό της.

Είναι γνωστό από το διεθνή Τύπο ότι η διαμάχη με το Πακιστάν για το Κασμίρ έχει μετατραπεί σε ζήτημα αγκάθι για την πολιτική της εκάστοτε κυβέρνησης. Αυτό, όμως, που τυγχάνει της αδιαφορίας των ευρωπαϊκών τουλάχιστον μέσων είναι πως στην ενδοχώρα της «μεγαλύτερης Δημοκρατίας του κόσμου» δρα το ολοένα και δυνατότερο κίνημα των Μαοϊστών ανταρτών, «η μεγαλύτερη πρόκληση για την εγχώρια ασφάλεια», όπως πρόσφατα ισχυρίστηκε ο Ινδός Πρωθυπουργός, Μανμοχάν Σινγκ.

Μακριά από τις ινδικές πόλεις-επίκεντρα του παγκόσμιου ενδιαφέροντος και μακριά από τα σημεία εθνοτικής (Κασμίρ) ή θρησκευτικής έντασης, σαν το Πεντζάμπ με την ομάδα των Σιχ, τα χωριά της ινδικής υπαίθρου γίνονται εδώ και δεκαετίες θέατρα σκληρών συγκρούσεων. Κατά μήκος του «Κόκκινου διαδρόμου» με αφετηρία τα σύνορα του Νεπάλ και μία έκταση που διασχίζει τα βορειοδυτικά σύνορα καθώς και μέρη της κεντρικής Ινδίας, διεξάγεται εδώ και δεκαετίες ένας αιματηρός ταξικός πόλεμος με πρωταγωνιστές τους Ναξαλίτες, όπως ονομάζονται οι μαοϊκές ανταρτοομάδες.

Το ναξαλίτικο κίνημα ξεκίνησε και συνεχίζει ως ο εκφραστής της αντίστασης των φτωχών κοινωνικών ομάδων της Ινδίας, που ζουν μέσα στην εξαθλίωση, την έσχατη φτώχεια και την ταπείνωση. Εγκλωβισμένες στο ιδιότυπα ιεραρχημένο κοινωνικό σύστημα, οι κατώτερες κάστες, που αποτελούνται κυρίως από αγρότες, μένουν αποκλεισμένες από την κοινωνική φαντασία της Ινδίας που εξαντλείται στη διαιώνιση της φεουδαρχίας. Υπό αυτά τα δεδομένα, οι πολιτικο-κοινωνικές διεκδικήσεις του ναξαλίτικου αγώνα συνοψίζονται στη δικαιότερη διανομή της γης.

Ωστόσο, δεν είναι μόνο οι πάλαι ποτέ τσιφλικάδες και νυν μεγαλοκτηματίες που εκμεταλλεύονται τους φτωχούς εργάτες στο όνομα μιας de facto φυσικής ανωτερότητας. Η δίψα των ξένων και εθνικών εταιριών για εκμετάλλευση του μοναδικού ορυκτού πλούτου της χώρας, οδηγεί την κυβέρνηση σε δήθεν νομιμοποιημένες αρπαγές γης από τους ιθαγενείς πληθυσμούς της ινδικής υπαίθρου ενισχύοντας κατ' αυτόν τον τρόπο, από τη μία την κοινωνική αδικία και από την άλλη το φρόνημα των ανταρτών.

Ιστορικά, ο εθνικός αγώνας των Ναξαλιτών εντάσσεται στο πλαίσιο των ευρύτερων αγροτικών κινητοποιήσεων του '60. Γεννήθηκε το 1967, μετά από εξέγερση των ακτημόνων του Ναξαλμπάρι της Βεγγάλης, οι οποίοι, με πολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρο τις διακηρύξεις των κομμουνιστικών κομμάτων της χώρας, ξεσηκώθηκαν εναντίον των τσιφλικάδων στοχεύοντας σε αγροτική μεταρρύθμιση. Παρά την αποτυχία του, το εγχείρημα συγκέντρωσε την υποστήριξη των φτωχών στρωμάτων και της νεολαίας με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν διάφοροι πολιτικοί σχηματισμοί που απώτερο σκοπό είχαν τη δημιουργία οργανωμένων -αυτή τη φορά- «Ναξαλμπάρι».

Όπως συμβαίνει συχνά όμως, τα αριστερά κόμματα που δημιουργήθηκαν υπέστησαν σειρά διασπάσεων και αποπροσανατολισμών με αποτέλεσμα σήμερα οι ομάδες μαοϊκών ανταρτών να είναι δύο. Πρώτον, το Μαοϊκό Κομμουνιστικό Κέντρο (MCC), που επιδίδεται στον ένοπλο «συνδικαλιστικό» αγώνα αποκηρύσσοντας τις εκλογικές διαδικασίες. Δεύτερον, η Ομάδα Λαϊκού Μετώπου (PWG). Από κοινού δημιούργησαν το 2004 το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ινδίας (Μαο'ι'κό), το οποίο αμέσως ανακηρύχθηκε παράνομο ως ηθικός αυτουργός βομβιστικών επιθέσεων που χρεώνονται άνευ όρων στους Ναξαλίτες.

Στις μέρες μας, αντάρτικες ναξαλίτικες ομάδες επιχειρούν σε 182 περιφέρειες της Ινδίας με επίκεντρα τις πόλεις Μπιχάρ, Άντρα Πραντές, Τζαρκάντ και Ορίσα. Επωφελημένοι από την περίπλοκη διοικητική οργάνωση της χώρας με περίπου 36 κρατιδιακές κυβερνήσεις έχουν καταφέρει να οργανώσουν κινητοποιήσεις για καλύτερες τιμές στα αγροτικά προϊόντα, ενώ στις λεγόμενες «απελευθερωμένες ζώνες» που έχουν καταλάβει έχουν μοιράσει τη γη στους ακτήμονες. Παράλληλα, αναλαμβάνουν την κατασκευή κοινωφελών έργων (υδροδότηση, οδοποιία) ανταγωνιζόμενοι αποτελεσματικά το κυβερνητικό κοινωνικό πρόγραμμα που δεν έχει ακόμα φτάσει στις υπανάπτυκτες περιοχές. Χαρακτηριστικό είναι άρθρο των Times of India κατά το οποίο: «Οι Ναξαλίτες έχουν μετατρέψει μεγάλες εκτάσεις σε δική τους διοικητική επικράτεια, έχουν στήσει συστήματα φορολογίας, παράλληλα δικαστήρια και άλλα συστατικά στοιχεία μιας υποτίθεται νομιμοποιημένης κυβέρνησης».




Στον αντίποδα της δράσης των Ναξαλιτών βρίσκεται η κρατική και παραστρατιωτική καταστολή. Η κυβέρνηση σε μια προσπάθεια για συντονισμένη αντιμετώπιση των ανταρτών προβαίνει σε τακτικές όμοιες με αυτές που ακολούθησε το Περού αναφορικά με το «Φωτεινό Μονοπάτι»: οργανώνει ένοπλες ομάδες άμυνας που μοιραία οδηγούν την κατάσταση σε ακήρυχτο εμφύλιο πόλεμο. Μάλιστα, με κατηγορηματική τη λογική «είστε μαζί μας ή εναντίον μας», εκκενώνονται μαζικά χωριά και οι κάτοικοί τους μεταφέρονται σε αστυνομικά στρατόπεδα ως τάχα φιλικά προσκείμενοι στο ναξαλισμό. Τα φαινόμενα ωμής βίας με θύματα Ναξαλίτες και φτωχούς αγρότες καλύπτουν καθημερινά την επικαιρότητα. Με παραθυράκι που αφήνει ο νόμος, οι αστυνομικές αρχές διευκολύνονται «επί ποινή ατιμωρησίας» σε δολοφονίες αντιστασιακών σε περιοχές που χαρακτηρίζονται ad hoc ταραγμένες.

Παραπλεύρως με τις αστυνομικές δυνάμεις δρουν και ιδιωτικές συμμορίες, των οποίων μέλη είναι Ινδοί που ανήκουν στη μεσαία κάστα αλλά παρ΄όλα αυτά υποστηρίζουν τα συμφέροντα των μεγαλοκτηματιών. Αντίπαλο δέος στην επιρροή των ναξαλιτών, λειτουργούν με γνώμονα τη διατήρηση του ισχύοντος κοινωνικού και οικονομικού καθεστώτος. Βασανιστήρια και δολοφονίες σε αντίποινα της δράσης των Ναξαλιτών προστίθενται και αυτές στην εικόνα του ακήρυχτου πολέμου στο εσωτερικό της Ινδίας. Η πιο γνωστή ομάδα δραστηριοποιείται στην πόλη Μπιχάρ, απολαμβάνει της ανεπίσημης υποστήριξης της κυβέρνησης και ονομάζεται Ρανβίρ Σένα.

Τα επίσημα στοιχεία που έχει δώσει η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών καταμετρούν παραπάνω από 20.000 στρατευμένους αντάρτες. Από τη δημιουργία της Ρανβίρ Σένα το 1994, όμως, η σύρραξη μεταξύ επαναστατών και παραστρατιωτικών μετρά γύρω στα 5000 θύματα το χρόνο, όπως αναφέρει η εφημερίδα Asiaweek. Μελέτες της Διεθνούς Αμνηστίας και άλλων ΜΚΟ δείχνουν πως τα θύματα των επιθέσεων των ανταρτών είναι επιλεγμένοι στόχοι, ενώ αντίθετα οι παραστρατιωτικές ομάδες δολοφονούν συλλήβδην και ακρίτως.

Πρόσφατα μέσα στη χρονιά, οι Ναξαλίτες ανακηρύχθηκαν τρομοκράτες από τον πρωθυπουργό Μανμοχάν Σινγκ, ο οποίος μπροστά στην αυξανόμενη ανταπόκριση των ανταρτών στην ινδική κοινωνία, έσπευσε να δηλώσει πως «χάνει τον πόλεμο εναντίον των Μαοϊστών». Την ίδια στιγμή υποσχέθηκε ολοκρατικό συντονισμό για κατάπνιξη του κινήματος.

Αντίθετα, εκπρόσωποι των Ναξαλιτών μιλούν για συνέχιση του αγώνα όσο διαρκεί η αδικία και η αδιαφορία για τα προβλήματα των φτωχών αγροτών και ιθαγενών. Πρόκειται για δύο αντικρουόμενες δυνάμεις της δράσης και της αντίδρασης, όπου η καθεμιά διαλέγει τα όπλα της στην αυξανόμενη βία που ταλανίζει το λαό της Ινδίας.

Δημοσιογραφική επιμέλεια: Αγγελική Χαλικιά

πηγή http://www.tvxs.gr/v23713

Δεν υπάρχουν σχόλια: