Οι καλοκαιρινοί οικονομικοί κλυδωνισμοί αναδεικνύουν το συστεμικό αδιέξοδο. Του Γιώργου Τσίπρα.
Ο Αύγουστος επεφύλασσε ένα ακόμη διεθνές χρηματιστηριακό τσουνάμι. Από το 2008 όταν ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση στις ΗΠΑ έχουν περάσει τρία χρόνια. Αντί της επαναφοράς των αγορών σε μια κάποια αισιοδοξία, τρία χρόνια διαγράφονται περισσότεροι κίνδυνοι. Οι κλυδωνισμοί διεθνείς και εθνικοί σε χρηματιστήρια και οικονομίες συνεχίζονται και δεν περιορίζονται στις ΗΠΑ και την ευρωζώνη. Τον προηγούμενο μήνα «κάηκαν» περισσότερα από 6 τρις δολάρια στα χρηματιστήρια, που ισοδυναμούν με το 10% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Θα ξεπεραστεί η κρίση του 2008;
Σε μια εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ, τον Γενάρη του 2010, ένας από τους ομιλητές, γνωστός οικονομολόγος του ΣΥΝ, διαβεβαίωνε το ακροατήριο σχετικά με την τρέχουσα παγκόσμια οικονομική κρίση πως «θα ξεπεραστεί, όπως όλες οι καπιταλιστικές κρίσεις». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Ριζοσπάστης προσέγγιζε το ζήτημα ως μια από τις «τακτικές οικονομικές κρίσεις που έχουν περιοδικό χαρακτήρα», όπου με βεβαιότητα θα ακολουθήσει η ανοδική φάση του «οικονομικού κύκλου». Είτε πρόκειται για τον αγγλικό καπιταλισμό της εποχής του Μαρξ, δηλαδή των μέσων του 19ου αιώνα, είτε για τον παγκοσμιοποιημένο πλανητικό καπιταλισμό του 21ου αιώνα, θαρρείς πως δεν αλλάζει απολύτως τίποτα. Σε χώρους ιδιαίτερα της ευρωπαϊκής Αριστεράς αυτή η «νιρβάνα» απαντάται συχνά.
Τι είδους Αριστερά είναι αυτή, όμως, και ποιο μαρξισμό πρεσβεύει, όταν ακόμη και αστοί οικονομολόγοι, που υποστήριζαν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τον ίδιο τον καπιταλισμό, κάνουν λόγο για βαθύ, συστημικό πρόβλημα χωρίς ορατή διέξοδο; Μήπως αυτοί οι φίλοι στην Αριστερά γνωρίζουν κάτι που εμείς οι υπόλοιποι δεν γνωρίζουμε; Στηρίζονται στην εμπεριστατωμένη μελέτη των σύγχρονων εξελίξεων; Κατά ένα μέρος, στηρίζονται ακριβώς στο κλείσιμο των ματιών στις σύγχρονες εξελίξεις ή ακόμη και σε όλη τη νεότερη εποχή του ιμπεριαλισμού. Στηρίζονται σε μια θεωρητίστικη, απαρχαιωμένη προσέγγιση του καπιταλισμού με όρους 19ου αιώνα. Κατά ένα άλλο μέρος, η σπουδή να προβλεφτεί το τέλος της κρίσης πηγάζει από το άγχος διαχωρισμού απ' αυτό που θεωρείται «καταστροφολογία» της σοβιετικής εποχής και άγχος κάθαρσης –τάχα- της επιστήμης του μαρξισμού από ιδεολογικά στοιχεία. Μόνο που επιστήμη σημαίνει μελέτη του συγκεκριμένου. Έτσι πέφτουν οι ίδιοι στο λάθος που προσάπτουν αλλού, αρνούμενοι από ιδεολογικό «κόλλημα» να αναγνωρίσουν τη σύγχρονη πραγματικότητα μιας βαθιάς, παρατεταμένης -κοντά τέσσερις δεκαετίες τώρα- και κατά κύματα επιδεινούμενης κρίσης υπερσυσσώρευσης, που μαστίζει τουλάχιστον τα τρία «δυτικά» κέντρα του παγκόσμιου καπιταλισμού (Β. Αμερική, Δ. Ευρώπη, Ιαπωνία), που το βαθύτερο μέχρι σήμερα επεισόδιο διανύουμε από το 2008.
Σε μια εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ, τον Γενάρη του 2010, ένας από τους ομιλητές, γνωστός οικονομολόγος του ΣΥΝ, διαβεβαίωνε το ακροατήριο σχετικά με την τρέχουσα παγκόσμια οικονομική κρίση πως «θα ξεπεραστεί, όπως όλες οι καπιταλιστικές κρίσεις». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Ριζοσπάστης προσέγγιζε το ζήτημα ως μια από τις «τακτικές οικονομικές κρίσεις που έχουν περιοδικό χαρακτήρα», όπου με βεβαιότητα θα ακολουθήσει η ανοδική φάση του «οικονομικού κύκλου». Είτε πρόκειται για τον αγγλικό καπιταλισμό της εποχής του Μαρξ, δηλαδή των μέσων του 19ου αιώνα, είτε για τον παγκοσμιοποιημένο πλανητικό καπιταλισμό του 21ου αιώνα, θαρρείς πως δεν αλλάζει απολύτως τίποτα. Σε χώρους ιδιαίτερα της ευρωπαϊκής Αριστεράς αυτή η «νιρβάνα» απαντάται συχνά.
Τι είδους Αριστερά είναι αυτή, όμως, και ποιο μαρξισμό πρεσβεύει, όταν ακόμη και αστοί οικονομολόγοι, που υποστήριζαν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τον ίδιο τον καπιταλισμό, κάνουν λόγο για βαθύ, συστημικό πρόβλημα χωρίς ορατή διέξοδο; Μήπως αυτοί οι φίλοι στην Αριστερά γνωρίζουν κάτι που εμείς οι υπόλοιποι δεν γνωρίζουμε; Στηρίζονται στην εμπεριστατωμένη μελέτη των σύγχρονων εξελίξεων; Κατά ένα μέρος, στηρίζονται ακριβώς στο κλείσιμο των ματιών στις σύγχρονες εξελίξεις ή ακόμη και σε όλη τη νεότερη εποχή του ιμπεριαλισμού. Στηρίζονται σε μια θεωρητίστικη, απαρχαιωμένη προσέγγιση του καπιταλισμού με όρους 19ου αιώνα. Κατά ένα άλλο μέρος, η σπουδή να προβλεφτεί το τέλος της κρίσης πηγάζει από το άγχος διαχωρισμού απ' αυτό που θεωρείται «καταστροφολογία» της σοβιετικής εποχής και άγχος κάθαρσης –τάχα- της επιστήμης του μαρξισμού από ιδεολογικά στοιχεία. Μόνο που επιστήμη σημαίνει μελέτη του συγκεκριμένου. Έτσι πέφτουν οι ίδιοι στο λάθος που προσάπτουν αλλού, αρνούμενοι από ιδεολογικό «κόλλημα» να αναγνωρίσουν τη σύγχρονη πραγματικότητα μιας βαθιάς, παρατεταμένης -κοντά τέσσερις δεκαετίες τώρα- και κατά κύματα επιδεινούμενης κρίσης υπερσυσσώρευσης, που μαστίζει τουλάχιστον τα τρία «δυτικά» κέντρα του παγκόσμιου καπιταλισμού (Β. Αμερική, Δ. Ευρώπη, Ιαπωνία), που το βαθύτερο μέχρι σήμερα επεισόδιο διανύουμε από το 2008.
Η ανίατη αρρώστια του καπιταλισμού
Όταν ξεσπούσε η κρίση του 1929, κανείς γνωστός τότε μαρξιστής δεν είχε σπεύσει να διαγνώσει πως «η κρίση θα ξεπεραστεί». Κι όμως, δεν είχε προηγηθεί μέχρι τότε τίποτα τόσο βαθύ και παγκόσμιο. Στη δεκαετία του '20, είχαν μάλιστα εμφανιστεί απόψεις που υποστήριζαν τη δυνατότητα του νεότερου καπιταλισμού να αποφεύγει τις κρίσεις. Αντίθετα, η κρίση του 1929 ήταν κάτι παραπάνω από την πανηγυρική διάψευση των απόψεων αυτών. Έδειχνε να αποτελεί σύμπτωμα και επιβεβαίωση μιας γενικής κρίσης και αποσύνθεσης του καπιταλισμού και όχι πια ζήτημα μίας ακόμη περιοδικής κρίσης, μίας απλά φάσης ενός ακόμη οικονομικού κύκλου κ.λπ. Η αναιμική ανάκαμψη και η νέα πτώση που ακολούθησε στη δεκαετία του '30, η πρωτοφανής καταστροφή του πολέμου και η μεταμόρφωση του κόσμου ως «λύση» δεν διέψευσαν την προσέγγιση εκείνη.
Με σημείο εκκίνησης τη δεκαετία του '70 και τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις του '73 και '79, δεν είναι μόνο ότι ο δυτικός καπιταλισμός έχει αφήσει οριστικά πίσω του τη λεγόμενη μακρά περίοδο ανάπτυξης που ακολούθησε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (βλ. τους πίνακες των ετήσιων ρυθμών του ΑΕΠ). Όπως κι αν επιθυμεί να το ορίσει κανείς -κρίση ή αλλιώς-, ο καπιταλισμός, εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες, εκδηλώνει ένα βαθύ πρόβλημα αναπαραγωγής με πιο φανερό σύμπτωμα τον επιδεινούμενο «βήχα» μέχρι πνιγμού των ρυθμών ανάπτυξης. Το πιο ουσιώδες σύμπτωμα του προβλήματος είναι ο χωρίς προηγούμενο καταστροφισμός παραγωγικών δυνάμεων και ολόκληρων χωρών ή και περιοχών του πλανήτη ως διαρκής όρος αποτροπής της κατάρρευσης (καταστροφισμός, στον οποίο ο πόλεμος είναι μέχρι τώρα μόνο ένα δευτερεύον μέσο), ο παρασιτισμός και το σάπισμα (με πιο έκδηλο φαινόμενο την οικονομία-καζίνο).
Αν θεωρήσουμε τα μέσα του 19ου αιώνα ως απαρχή του παγκόσμιου καπιταλισμού, η περίοδος στην οποία αναφερόμαστε καλύπτει περίπου το τελευταίο τέταρτο της ιστορίας του. Δεν μπορεί, λοιπόν, να χαρακτηριστεί πρόσκαιρη, ενώ την ίδια στιγμή ανώμαλη είναι κι όλη η προηγούμενη πορεία, με την εξαίρεση της μεταπολεμικής εικοσαετίας: τον πρώτο σπασμό με το Μεγάλο Πόλεμο του '14-'18 ακολουθεί πολύ σύντομα η Μεγάλη Κρίση του '29, νέος μεγάλος σπασμός με το δεύτερο πόλεμο, ενώ το ένα τρίτο του πλανήτη αποσπάται σε αντιεξουσίες κ.λπ. Αν ένα συστατικό του μαρξισμού είναι η πολιτική οικονομία του καπιταλισμού, τότε μαρξισμός σήμερα σημαίνει την πολιτική οικονομία του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού σε κρίση ή την πολιτική οικονομία της Κρίσης. Γιατί όλες οι πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών είναι πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης.
Ένα επίκαιρο παράδειγμα: Έχει ανοίξει μια συζήτηση σε χώρους κυρίως της σοσιαλδημοκρατίας και της ευρωπαϊκής Αριστεράς για μια ρύθμιση που θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα της φανταστικής οικονομίας, που απειλεί να πνίξει την πραγματική. Ένα πρόβλημα εδώ είναι πως η προσφυγή στην άυλη κερδοσκοπία και η εκτίναξή της δεν προήλθε μόνο από την απληστία για περισσότερα και άμεσα κέρδη από μεγαθήρια, που δεν είχαν τη δυνατότητα προηγούμενα, αλλά κατά ένα μέρος απαντούσε ακριβώς στο πρόβλημα της ασφυξίας από την υπερσυσσώρευση στην πραγματική οικονομία. Η περιπέτεια του νόμου για τη μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ, το προηγούμενο καλοκαίρι, σε συνθήκες που η κρίση απαιτούσε περισσότερο κι όχι λιγότερο «αέρα», είναι ενδεικτική. Απλώς δεν έγινε καμιά ουσιώδης αλλαγή.
Με σημείο εκκίνησης τη δεκαετία του '70 και τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις του '73 και '79, δεν είναι μόνο ότι ο δυτικός καπιταλισμός έχει αφήσει οριστικά πίσω του τη λεγόμενη μακρά περίοδο ανάπτυξης που ακολούθησε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (βλ. τους πίνακες των ετήσιων ρυθμών του ΑΕΠ). Όπως κι αν επιθυμεί να το ορίσει κανείς -κρίση ή αλλιώς-, ο καπιταλισμός, εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες, εκδηλώνει ένα βαθύ πρόβλημα αναπαραγωγής με πιο φανερό σύμπτωμα τον επιδεινούμενο «βήχα» μέχρι πνιγμού των ρυθμών ανάπτυξης. Το πιο ουσιώδες σύμπτωμα του προβλήματος είναι ο χωρίς προηγούμενο καταστροφισμός παραγωγικών δυνάμεων και ολόκληρων χωρών ή και περιοχών του πλανήτη ως διαρκής όρος αποτροπής της κατάρρευσης (καταστροφισμός, στον οποίο ο πόλεμος είναι μέχρι τώρα μόνο ένα δευτερεύον μέσο), ο παρασιτισμός και το σάπισμα (με πιο έκδηλο φαινόμενο την οικονομία-καζίνο).
Αν θεωρήσουμε τα μέσα του 19ου αιώνα ως απαρχή του παγκόσμιου καπιταλισμού, η περίοδος στην οποία αναφερόμαστε καλύπτει περίπου το τελευταίο τέταρτο της ιστορίας του. Δεν μπορεί, λοιπόν, να χαρακτηριστεί πρόσκαιρη, ενώ την ίδια στιγμή ανώμαλη είναι κι όλη η προηγούμενη πορεία, με την εξαίρεση της μεταπολεμικής εικοσαετίας: τον πρώτο σπασμό με το Μεγάλο Πόλεμο του '14-'18 ακολουθεί πολύ σύντομα η Μεγάλη Κρίση του '29, νέος μεγάλος σπασμός με το δεύτερο πόλεμο, ενώ το ένα τρίτο του πλανήτη αποσπάται σε αντιεξουσίες κ.λπ. Αν ένα συστατικό του μαρξισμού είναι η πολιτική οικονομία του καπιταλισμού, τότε μαρξισμός σήμερα σημαίνει την πολιτική οικονομία του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού σε κρίση ή την πολιτική οικονομία της Κρίσης. Γιατί όλες οι πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών είναι πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης.
Ένα επίκαιρο παράδειγμα: Έχει ανοίξει μια συζήτηση σε χώρους κυρίως της σοσιαλδημοκρατίας και της ευρωπαϊκής Αριστεράς για μια ρύθμιση που θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα της φανταστικής οικονομίας, που απειλεί να πνίξει την πραγματική. Ένα πρόβλημα εδώ είναι πως η προσφυγή στην άυλη κερδοσκοπία και η εκτίναξή της δεν προήλθε μόνο από την απληστία για περισσότερα και άμεσα κέρδη από μεγαθήρια, που δεν είχαν τη δυνατότητα προηγούμενα, αλλά κατά ένα μέρος απαντούσε ακριβώς στο πρόβλημα της ασφυξίας από την υπερσυσσώρευση στην πραγματική οικονομία. Η περιπέτεια του νόμου για τη μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ, το προηγούμενο καλοκαίρι, σε συνθήκες που η κρίση απαιτούσε περισσότερο κι όχι λιγότερο «αέρα», είναι ενδεικτική. Απλώς δεν έγινε καμιά ουσιώδης αλλαγή.
Η κρίση, το «άυλο» και η περιφέρεια
Οξυγόνο του καπιταλισμού είναι η υπεραξία και μόνον αυτή. Η παραγωγή και πραγματοποίηση (μέσω της πώλησης των προϊόντων) υπεραξίας, δηλαδή απλήρωτης εργασίας στην παραγωγή. Ιστορικά δύο ήταν οι βασικές συστημικές ανάσες του καπιταλισμού στον 20ό αιώνα που διεύρυναν ταυτόχρονα τη δυνατότητα παραγωγής και πραγματοποίησης υπεραξίας σε διεθνή κλίμακα. Πρώτο, η γενίκευση σε βιομηχανική κλίμακα της επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας, που φτάνει μέχρι το λεγόμενο μετα-φορντικό μοντέλο στις μέρες μας. Δεύτερο, η διεύρυνση και ανάπτυξη ροών από την περιφέρεια προς τα κέντρα του δυτικού καπιταλισμού καθώς και το άνοιγμα στην πρώτη αγορών για τα προϊόντα των δεύτερων - διεύρυνση που εκτείνεται από το μεταπολεμικό νεοαποικισμό μέχρι τη σύγχρονη παγκοσμιοποίηση. Η μακρόχρονη κυματοειδής κρίση του σύγχρονου καπιταλισμού σηματοδοτεί την εξάντληση της προωθητικής δύναμης των δυο αυτών «επαναστάσεων», παρά το γεγονός ότι ιδιαίτερα η δεύτερη επιταχύνθηκε στο περιβάλλον της κρίσης με τις ιλιγγιώδεις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στις σχέσεις κέντρου-περιφέρειας κυρίως μετά την παράδοση του πρώην ανατολικού μπλοκ.
Το παγκόσμιο ΑΕΠ για το 2010 ανήλθε στα 62 τρισ. δολάρια. Τον Δεκέμβρη του ίδιου έτους, η αξία μόνο των εκτός χρηματιστηρίων παραγώγων, των οποίων έχει γνώση η BIS (Bank for International Settlements), και μόνο για τις χώρες του G10 συν την Ελβετία ανερχόταν στα 601 τρισ. δολάρια, περίπου η δεκαπλάσια από το παγκόσμιο ΑΕΠ - στο οποίο συνυπολογίζεται και η δραστηριότητα της φανταστικής οικονομίας και άρα η αναλογία είναι χειρότερη. Αφού πρώτα η ασφάλιση κινδύνου επεκτάθηκε σε χρηματιστικά προϊόντα (το άυλο στο τετράγωνο), η απογείωση των παραγώγων ξεκίνησε μετά τα μέσα της δεκαετίας του '90 επί Κλίντον. Ωστόσο, η απογείωση προς το άυλο πλην παραγώγων, η εμπορευματοποίηση, η χρηματιστικοποίηση, η απελευθέρωση κάθε είδους αγορών, η υπερχρέωση -ιδιωτική και δημόσια- και η χρεομηχανή (στην οποία είχε εμπλακεί και το πρώην ανατολικό μπλοκ, αλλά εκτινάσσεται κι εδώ μετά το '90) είχε προηγηθεί και αποτελεί τη βάση της οικονομίας-καζίνο, με την οποία τα χρηματοπιστωτικά μεγαθήρια ανά τον κόσμο σωρεύουν πλούτο στο χώρο της οικονομίας των χαρτιών, αποστραγγίζοντας την πραγματική οικονομία και προς τα κέντρα αποστραγγίζοντας την περιφέρεια. Η ελληνική εμπειρία της «ληστείας του χρηματιστηρίου» όπως και η τωρινή διεθνής κρίσης χρέους είναι ενδεικτική. Ιδιωτικοποίηση των κερδών και κοινωνικοποίηση των ζημιών σε εθνικό επίπεδο, διεθνοποίηση των κερδών και εθνικοποίηση των ζημιών. Η αναφορά σε ραντιέρηδες, για τους οποίους ο Λένιν έκανε λόγο 100 χρόνια πριν, έγινε της μόδας, σε μια εποχή που τα μεγέθη και η κυρίαρχη θέση των ραντιέρηδων δεν επιδέχονται καμία σύγκριση με την εποχή εκείνη. Η κρίση δημόσιου χρέους, που οξύνθηκε τα τελευταία δυο χρόνια ως επίκεντρο της κρίσης, δεν μπορεί να ιδωθεί ξέχωρα από τη συνολική εκτίναξη της οικονομίας των χαρτιών.
Ωστόσο, πριν από αυτό, και εδώ είναι το πιο σημαντικό, προηγείται η σχετική συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης μέσα στην ίδια τη λεγόμενη πραγματική οικονομία, έτσι που τα παράγωγα είναι τελικά η κορυφή του παγόβουνου. Για παράδειγμα, η Vodafone Ελλάδας με τζίρο για το προηγούμενο έτος 1,1 δισ. ευρώ και κέρδη 275 εκατομμύρια, καλύπτει την υλικοτεχνική συντήρηση και λειτουργία του δικτύου της με το 10% περίπου του τζίρου της, ενώ το τεχνικό της προσωπικό που απασχολείται σε αυτό είναι λιγότερο από το 10% των περίπου δυόμισι χιλιάδων υπαλλήλων της. Με άλλα λόγια, χωρίς να αλλάξουν οι εργασιακοί όροι, το ίδιο ακριβώς υφιστάμενο δίκτυο θα μπορούσε θεωρητικά με κάποιες αφαιρέσεις μη-υλικοτεχνικές (σε μάρκετινγκ, διαφήμιση κ.λπ.) να λειτουργήσει περίπου με το 10% του κόστους και προσωπικού. Επιπλέον, ενώ η Vodafone κατέχει σήμερα το ένα τρίτο της αγοράς, θα μπορούσε με μια αύξηση του τεχνικού της προσωπικού μόνο κατά 50% -δηλαδή συνολικά με λίγες εκατοντάδες εργαζόμενους- να εξασφαλίσει τη λειτουργία όλης της κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα, που σήμερα τζιράρει το 2% του ΑΕΠ και αποσπά πολλαπλάσιο ποσοστό από την τσέπη μιας λαϊκής οικογένειας. Το μεγαλύτερο μέρος των αποκαλούμενων τηλεπικοινωνιακών κολοσσών είναι απλώς «αέρας». Αυτή είναι μια όψη του σαπίσματος της σύγχρονης καπιταλιστικής οικονομίας, εσωτερική του «πραγματικού» της σκέλους, πριν ακόμη φτάσουμε στη χρηματιστικοποίηση, στα παράγωγα κ.λπ.
Για την κυρίαρχη οικονομική σκέψη δεν υπάρχει η έννοια του «αέρα», όπως και της «υπεραξίας», και δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα χρηματιστικά κέρδη ή τους τόκους και στα κέρδη μιας επιχείρησης που παράγει βιομηχανικά προϊόντα. Έτσι και οι κρίσεις είναι μοιραία «ουρανοκατέβατες» και οι μαθητές ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Κατ' αναλογία, άλλοι που αναφέρονται στην υπεραξία και στο μαρξισμό δεν κάνουν διάκριση ανάμεσα σε μια τράπεζα και μια βιομηχανία («οι τράπεζες παράγουν υπεραξία») ή βαφτίζουν συλλήβδην εργατική τάξη όλους τους μισθωτούς κ.λπ. Ωστόσο, η σχετική συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης, παρά τη σχετική μεγέθυνση του παγκόσμιου προλεταριάτου, την καπιταλιστικοποίηση της περιφέρειας και την εξέλιξη των τεχνολογικών μέσων, είναι ένα ζήτημα που αναζητά επίμονα την ερμηνεία του, αν δεν είναι η απόδειξη του συστημικού προβλήματος και της ασφυξίας που κατατρέχει το σύγχρονο καπιταλισμό στην πραγματική του οικονομία, στην παραγωγή και πραγματοποίηση υπεραξίας.
Υπάρχουν σήμερα στην περιφέρεια, ιδιαίτερα στη νότια και νοτιοανατολική Ασία αλλά και σε τμήματα της Λατινικής Αμερικής ή της Κίνας, στην Αίγυπτο κ.λπ., μερικές εκατοντάδες εκατομμυρίων ανειδίκευτων εργατών γης και μικρής ή μεγάλης βιομηχανίας, χαμηλής ή μηδενικής τεχνικής σύνθεσης, με άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, που είναι σχεδόν «εξαφανισμένοι» ακόμη και ως εικόνα από το δημόσιο πολιτικό λόγο. Το γνωστό από παλιά παράδειγμα της Nike, όπου για κάθε 100 δολάρια παπουτσιών στις ΗΠΑ ο Ινδονήσιος εργάτης παίρνει περίπου 1 δολάριο, είναι μία από τις πολλές όψεις. Μαζί με μερικές ακόμη εκατοντάδες εκατομμυρίων των υπολοίπων εργατών στις ίδιες και άλλες χώρες της περιφέρειας και των κέντρων παράγουν το σύνολο του παγκόσμιου υλικού πλούτου, πάνω στον οποίο κανιβαλίζουν, διαχειρίζονται, απομυζούν, ληστεύουν, καταστρέφουν οι κορυφές της παγκόσμιας οικονομίας με προεξέχοντα τα χρηματοπιστωτικά μεγαθήρια. Οι εργαζόμενοι αυτοί ζουν κατά περίπτωση σε ωκεανούς διευρυνόμενης προλεταριοποίησης, εξαθλίωσης, μαζικής εξόδου από την ύπαιθρο προς τις παραγκουπόλεις, κοινωνικού αποκλεισμού.
Αν η καπιταλιστική αγορά σε παγκόσμια κλίμακα διευρύνθηκε λόγω της ανάπτυξης του καπιταλισμού στην περιφέρεια και διευρύνεται λόγω της εμπορευματοποίησης και της απελευθέρωσης, διευρύνεται ως «αγορά πλην δούλων» με ολοένα διευρυνόμενο το «πλην δούλων», και αυτό αφορά και τα κέντρα ως σύμπτωμα της κρίσης και μακροπρόθεσμα δημιουργεί όρους βαθέματος της κρίσης. Έτσι, το πλιάτσικο και η δημιουργία όρων καταρρέουσας Ανατολικής Ευρώπης για την Ελλάδα θα δημιουργήσει επίσης και μια Ελλάδα-μικρότερη αγορά, π.χ. για τα γερμανικά προϊόντα. Απ' την άλλη, το επιτυχές πείραμα της Ανατολικής Ευρώπης, δηλαδή της διαχείρισης σχετικά υψηλής μόρφωσης και ειδίκευσης εργατικής δύναμης με όρους περιφέρειας, θα πιέζει για αντίστοιχους πειραματισμούς όχι μόνο σε χώρες όπως η Ελλάδα αλλά και στα κέντρα.
Το παγκόσμιο ΑΕΠ για το 2010 ανήλθε στα 62 τρισ. δολάρια. Τον Δεκέμβρη του ίδιου έτους, η αξία μόνο των εκτός χρηματιστηρίων παραγώγων, των οποίων έχει γνώση η BIS (Bank for International Settlements), και μόνο για τις χώρες του G10 συν την Ελβετία ανερχόταν στα 601 τρισ. δολάρια, περίπου η δεκαπλάσια από το παγκόσμιο ΑΕΠ - στο οποίο συνυπολογίζεται και η δραστηριότητα της φανταστικής οικονομίας και άρα η αναλογία είναι χειρότερη. Αφού πρώτα η ασφάλιση κινδύνου επεκτάθηκε σε χρηματιστικά προϊόντα (το άυλο στο τετράγωνο), η απογείωση των παραγώγων ξεκίνησε μετά τα μέσα της δεκαετίας του '90 επί Κλίντον. Ωστόσο, η απογείωση προς το άυλο πλην παραγώγων, η εμπορευματοποίηση, η χρηματιστικοποίηση, η απελευθέρωση κάθε είδους αγορών, η υπερχρέωση -ιδιωτική και δημόσια- και η χρεομηχανή (στην οποία είχε εμπλακεί και το πρώην ανατολικό μπλοκ, αλλά εκτινάσσεται κι εδώ μετά το '90) είχε προηγηθεί και αποτελεί τη βάση της οικονομίας-καζίνο, με την οποία τα χρηματοπιστωτικά μεγαθήρια ανά τον κόσμο σωρεύουν πλούτο στο χώρο της οικονομίας των χαρτιών, αποστραγγίζοντας την πραγματική οικονομία και προς τα κέντρα αποστραγγίζοντας την περιφέρεια. Η ελληνική εμπειρία της «ληστείας του χρηματιστηρίου» όπως και η τωρινή διεθνής κρίσης χρέους είναι ενδεικτική. Ιδιωτικοποίηση των κερδών και κοινωνικοποίηση των ζημιών σε εθνικό επίπεδο, διεθνοποίηση των κερδών και εθνικοποίηση των ζημιών. Η αναφορά σε ραντιέρηδες, για τους οποίους ο Λένιν έκανε λόγο 100 χρόνια πριν, έγινε της μόδας, σε μια εποχή που τα μεγέθη και η κυρίαρχη θέση των ραντιέρηδων δεν επιδέχονται καμία σύγκριση με την εποχή εκείνη. Η κρίση δημόσιου χρέους, που οξύνθηκε τα τελευταία δυο χρόνια ως επίκεντρο της κρίσης, δεν μπορεί να ιδωθεί ξέχωρα από τη συνολική εκτίναξη της οικονομίας των χαρτιών.
Ωστόσο, πριν από αυτό, και εδώ είναι το πιο σημαντικό, προηγείται η σχετική συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης μέσα στην ίδια τη λεγόμενη πραγματική οικονομία, έτσι που τα παράγωγα είναι τελικά η κορυφή του παγόβουνου. Για παράδειγμα, η Vodafone Ελλάδας με τζίρο για το προηγούμενο έτος 1,1 δισ. ευρώ και κέρδη 275 εκατομμύρια, καλύπτει την υλικοτεχνική συντήρηση και λειτουργία του δικτύου της με το 10% περίπου του τζίρου της, ενώ το τεχνικό της προσωπικό που απασχολείται σε αυτό είναι λιγότερο από το 10% των περίπου δυόμισι χιλιάδων υπαλλήλων της. Με άλλα λόγια, χωρίς να αλλάξουν οι εργασιακοί όροι, το ίδιο ακριβώς υφιστάμενο δίκτυο θα μπορούσε θεωρητικά με κάποιες αφαιρέσεις μη-υλικοτεχνικές (σε μάρκετινγκ, διαφήμιση κ.λπ.) να λειτουργήσει περίπου με το 10% του κόστους και προσωπικού. Επιπλέον, ενώ η Vodafone κατέχει σήμερα το ένα τρίτο της αγοράς, θα μπορούσε με μια αύξηση του τεχνικού της προσωπικού μόνο κατά 50% -δηλαδή συνολικά με λίγες εκατοντάδες εργαζόμενους- να εξασφαλίσει τη λειτουργία όλης της κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα, που σήμερα τζιράρει το 2% του ΑΕΠ και αποσπά πολλαπλάσιο ποσοστό από την τσέπη μιας λαϊκής οικογένειας. Το μεγαλύτερο μέρος των αποκαλούμενων τηλεπικοινωνιακών κολοσσών είναι απλώς «αέρας». Αυτή είναι μια όψη του σαπίσματος της σύγχρονης καπιταλιστικής οικονομίας, εσωτερική του «πραγματικού» της σκέλους, πριν ακόμη φτάσουμε στη χρηματιστικοποίηση, στα παράγωγα κ.λπ.
Για την κυρίαρχη οικονομική σκέψη δεν υπάρχει η έννοια του «αέρα», όπως και της «υπεραξίας», και δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα χρηματιστικά κέρδη ή τους τόκους και στα κέρδη μιας επιχείρησης που παράγει βιομηχανικά προϊόντα. Έτσι και οι κρίσεις είναι μοιραία «ουρανοκατέβατες» και οι μαθητές ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Κατ' αναλογία, άλλοι που αναφέρονται στην υπεραξία και στο μαρξισμό δεν κάνουν διάκριση ανάμεσα σε μια τράπεζα και μια βιομηχανία («οι τράπεζες παράγουν υπεραξία») ή βαφτίζουν συλλήβδην εργατική τάξη όλους τους μισθωτούς κ.λπ. Ωστόσο, η σχετική συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης, παρά τη σχετική μεγέθυνση του παγκόσμιου προλεταριάτου, την καπιταλιστικοποίηση της περιφέρειας και την εξέλιξη των τεχνολογικών μέσων, είναι ένα ζήτημα που αναζητά επίμονα την ερμηνεία του, αν δεν είναι η απόδειξη του συστημικού προβλήματος και της ασφυξίας που κατατρέχει το σύγχρονο καπιταλισμό στην πραγματική του οικονομία, στην παραγωγή και πραγματοποίηση υπεραξίας.
Υπάρχουν σήμερα στην περιφέρεια, ιδιαίτερα στη νότια και νοτιοανατολική Ασία αλλά και σε τμήματα της Λατινικής Αμερικής ή της Κίνας, στην Αίγυπτο κ.λπ., μερικές εκατοντάδες εκατομμυρίων ανειδίκευτων εργατών γης και μικρής ή μεγάλης βιομηχανίας, χαμηλής ή μηδενικής τεχνικής σύνθεσης, με άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, που είναι σχεδόν «εξαφανισμένοι» ακόμη και ως εικόνα από το δημόσιο πολιτικό λόγο. Το γνωστό από παλιά παράδειγμα της Nike, όπου για κάθε 100 δολάρια παπουτσιών στις ΗΠΑ ο Ινδονήσιος εργάτης παίρνει περίπου 1 δολάριο, είναι μία από τις πολλές όψεις. Μαζί με μερικές ακόμη εκατοντάδες εκατομμυρίων των υπολοίπων εργατών στις ίδιες και άλλες χώρες της περιφέρειας και των κέντρων παράγουν το σύνολο του παγκόσμιου υλικού πλούτου, πάνω στον οποίο κανιβαλίζουν, διαχειρίζονται, απομυζούν, ληστεύουν, καταστρέφουν οι κορυφές της παγκόσμιας οικονομίας με προεξέχοντα τα χρηματοπιστωτικά μεγαθήρια. Οι εργαζόμενοι αυτοί ζουν κατά περίπτωση σε ωκεανούς διευρυνόμενης προλεταριοποίησης, εξαθλίωσης, μαζικής εξόδου από την ύπαιθρο προς τις παραγκουπόλεις, κοινωνικού αποκλεισμού.
Αν η καπιταλιστική αγορά σε παγκόσμια κλίμακα διευρύνθηκε λόγω της ανάπτυξης του καπιταλισμού στην περιφέρεια και διευρύνεται λόγω της εμπορευματοποίησης και της απελευθέρωσης, διευρύνεται ως «αγορά πλην δούλων» με ολοένα διευρυνόμενο το «πλην δούλων», και αυτό αφορά και τα κέντρα ως σύμπτωμα της κρίσης και μακροπρόθεσμα δημιουργεί όρους βαθέματος της κρίσης. Έτσι, το πλιάτσικο και η δημιουργία όρων καταρρέουσας Ανατολικής Ευρώπης για την Ελλάδα θα δημιουργήσει επίσης και μια Ελλάδα-μικρότερη αγορά, π.χ. για τα γερμανικά προϊόντα. Απ' την άλλη, το επιτυχές πείραμα της Ανατολικής Ευρώπης, δηλαδή της διαχείρισης σχετικά υψηλής μόρφωσης και ειδίκευσης εργατικής δύναμης με όρους περιφέρειας, θα πιέζει για αντίστοιχους πειραματισμούς όχι μόνο σε χώρες όπως η Ελλάδα αλλά και στα κέντρα.
Οι «αυταπάτες» της διεξόδου από την κρίση
Οι οικονομικοί κύκλοι της παγκόσμιας οικονομίας την τελευταία 35ετία είναι κύκλοι επιδείνωσης της κρίσης, όπου ο διαρκής καταστροφισμός κατά κύματα θυμίζει τις ανθρωποθυσίες των Ίνκας, ώστε να ευφραίνεται το τέρας της παγκόσμιας αγοράς. Οι αρχές και τα τέλη, δηλαδή τα γυρίσματα των δεκαετιών από το '73 μέχρι σήμερα, έλκουν τις μεγάλες διεθνείς υφέσεις και πτώσεις, αλλά αυτό δεν λέει πολλά κι ακόμη λιγότερα λένε οι πτώσεις του Dow Jones και το κάψιμο χαρτιών. Έτσι η Λατινική Αμερική ολόκληρη γνώρισε επίμονους αρνητικούς ρυθμούς από την αρχή της Κρίσης μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '90, καθώς οι ΗΠΑ ξεφόρτωναν τη δική τους κρίση. Η Ανατολική Ευρώπη γνώρισε μια δραματική συρρίκνωση και απαξίωση των οικονομιών και του παραγωγικού της δυναμικού από το '88 μέχρι τα μέσα της επόμενης δεκαετίας, που στα τέλη της ήρθε η σειρά για τις τίγρεις και τους δράκοντες της Νοτιοανατολικής Ασίας, και μένει να δούμε αν στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του αιώνα χτύπησε η καμπάνα για την περιφέρεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ποιον άλλον ακόμη. Αυτά είναι απλώς τα πιο «μαζικά» γεγονότα, χωρίς να ξεχνάμε τις πιο μεμονωμένες καταρρεύσεις χωρών, και κυρίως τις πιο εντοπισμένες σε ζώνες περιπτώσεις πιο αργής αποβιομηχάνισης, υπερχρέωσης κ.λπ. Για παράδειγμα, η δεκαετία του ευρώ για τη χώρα μας καταγράφεται τυπικά ως δεκαετία ανάπτυξης... Η δεκαετία αυτή, όμως, ήταν και διεθνώς μια δεκαετία που πολλοί ξεγελάστηκαν και πολλά μυαλά πήραν αέρα, καθώς δούλεψε στο φουλ το τρομπάρισμα της παγκόσμιας οικονομίας με αέρα, και βέβαια το νέο επεισόδιο της Κρίσης ήταν ήδη και θα είναι πιο παταγώδες και μακρόχρονο.
Η παρατεταμένη και κατά κύματα επιδεινούμενη και καταστροφική οικονομική κρίση, για την οποία δεν προκύπτει κάποια χειροπιαστή διέξοδος για το σύγχρονο καπιταλισμό, δεν είναι ένα ιδεολογικό στοιχείο αλλά ένα αναγνωρίσιμο στοιχείο της πραγματικότητας, που έχει άμεση πολιτική σημασία. Έτσι, για την Ελλάδα, το στοιχείο της παγκόσμιας κρίσης, ιδιαίτερα με τη σφοδρότητα που χτυπά την Ευρωζώνη, περιορίζει ακόμη περισσότερο τις ρεαλιστικές επιλογές για τη χώρα, στον αντίποδα των επιλογών που κυριαρχούν, αλλά αυτό δεν εκφράζεται στον πολιτικό λόγο τουλάχιστον των δυο μεγάλων κομμάτων της Αριστεράς. Βέβαια, πριν απ' αυτό υπήρξαν άλλες παρανοήσεις, π.χ. για τον ελληνικό καπιταλισμό και την Ε.Ε., που παίζουν μεγαλύτερο ρόλο στη στάση που κρατήθηκε και κρατιέται από την Αριστερά.
Το ΔΝΤ σε έκθεσή του το 2006 κάνει την πρόβλεψη ανάπτυξης για τα χρόνια μέχρι το 2011 που φαίνεται στο σχετικό πίνακα. Το πρόβλημα δεν είναι η μη πρόβλεψη του νέου υφεσιακού επεισοδίου, αλλά η φανερή απογείωση από την πραγματικότητα και η «νιρβάνα» που είναι μόνιμος κάτοικος της κυρίαρχης οικονομικής σκέψης.
Στην Αριστερά;
Η παρατεταμένη και κατά κύματα επιδεινούμενη και καταστροφική οικονομική κρίση, για την οποία δεν προκύπτει κάποια χειροπιαστή διέξοδος για το σύγχρονο καπιταλισμό, δεν είναι ένα ιδεολογικό στοιχείο αλλά ένα αναγνωρίσιμο στοιχείο της πραγματικότητας, που έχει άμεση πολιτική σημασία. Έτσι, για την Ελλάδα, το στοιχείο της παγκόσμιας κρίσης, ιδιαίτερα με τη σφοδρότητα που χτυπά την Ευρωζώνη, περιορίζει ακόμη περισσότερο τις ρεαλιστικές επιλογές για τη χώρα, στον αντίποδα των επιλογών που κυριαρχούν, αλλά αυτό δεν εκφράζεται στον πολιτικό λόγο τουλάχιστον των δυο μεγάλων κομμάτων της Αριστεράς. Βέβαια, πριν απ' αυτό υπήρξαν άλλες παρανοήσεις, π.χ. για τον ελληνικό καπιταλισμό και την Ε.Ε., που παίζουν μεγαλύτερο ρόλο στη στάση που κρατήθηκε και κρατιέται από την Αριστερά.
Το ΔΝΤ σε έκθεσή του το 2006 κάνει την πρόβλεψη ανάπτυξης για τα χρόνια μέχρι το 2011 που φαίνεται στο σχετικό πίνακα. Το πρόβλημα δεν είναι η μη πρόβλεψη του νέου υφεσιακού επεισοδίου, αλλά η φανερή απογείωση από την πραγματικότητα και η «νιρβάνα» που είναι μόνιμος κάτοικος της κυρίαρχης οικονομικής σκέψης.
Στην Αριστερά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου