Το πολιτικό, το οικονομικό και το στρατιωτικό μπλέκονταν με το πολιτιστικό, το κοινωνικό και το προσωπικό… σε πρωτόγνωρο βαθμό κι έκταση τώρα και, επιπλέον, με την ενεργή συμμετοχή των μαζών… Η αλληλοτροφοδότηση του ενός επιπέδου από το άλλο λειτουργούσε και υποστηρηκτικά αλλά και ανταγωνιστικά (κυρίως μετά το αποκορύφωμα), σε ανισόμετρες κλίμακες ανάλογα με τα υποκείμενα (κοινωνικός χώρος) και τις συνθήκες (γεωπολιτικός χώρος). Η πολυμορφία του ‘68, όμως, και η αποκεντρωμένη του μορφή κάθε άλλο παρά σήμαινε την έλλειψη ενός συγκεκριμένου στόχου, ενός οράματος, που λειτουργούσε ενοποιητικά ανάμεσα στις διάφορες πλευρές του. Η πολυμέρειά του οφειλόταν μάλλον στην ανάδειξη μιας πολλαπλότητας ιστορικών χρόνων κι εμπειριών στο κέντρο και στην περιφέρεια, που διασπούσαν την αντίληψη ενός ενιαίου ευρωποκεντρικού οικουμενικού χώρου και μιας γραμμικής και αντικειμενικής εξέλιξης της ανθρώπινης ιστορίας, ανοίγοντας άλλες δυνατότητες για το πέρασμα σε μια μετα-καπιταλιστική κοινωνία.
Το ‘68 ήταν παγκόσμιο όχι απλά με την έννοια αντίστοιχων προηγούμενων κοσμοϊστορικών γεγονότων (όπου οι συνέπειες των αλλαγών στο κέντρο εξαπλώνονταν στην περιφέρεια). Ήταν παγκόσμιο με την ταυτόχρονη εκδήλωση επαναστατικών κινημάτων σε κέντρο και περιφέρεια, όπου για πρώτη φορά το κέντρο βάρους τοποθετούνταν στην τελευταία. Αυτό επέφερε και μια βασική διαφοροποίηση στα περιεχόμενα και στις μορφές των επαναστατικών κινημάτων και μια κριτική όπου το παγκόσμιο ρεύμα αλληλοπλεκόταν με τοπικές συνθήκες καταπίεσης και παραδόσεις αντίστασης. Με αυτή την έννοια, το ’68 μπορεί να νοηθεί σαν προάγγελος, σαν πρώτη γεύση των κινημάτων σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, κι έτσι σαν αρχή.
Το ’68, όμως, σήμαινε κι ένα διπλό τέλος. Αποτέλεσε το τέλος ενός παγκόσμιου συστήματος σχέσεων όπως είχε διαμορφωθεί την εποχή της αποικιοκρατίας και του βιομηχανικού πολιτισμού.
Έτσι, αν το τέλος του συστήματος της αποικιοκρατίας έφερε την κατάρρευση της ομοιομορφίας μιας οικουμενικής αντίληψης, κομμένης και ραμμένης στα ευρωπαϊκά πρότυπα και ανάγκες, η κριτική στον κομφορμισμό και στην ομοιογένεια του μαζικού πολιτισμού ήταν η εκδήλωση του τέλους του πολιτισμού της φορντικής –για πολλούς, και της βιομηχανικής– εποχής στη Δύση. Όπως οι αποικιοκρατούμενοι λαοί και οι καταπιεσμένες εθνότητες και φυλές διεκδικούσαν τη δική τους ιστορία και αυτονομία, έτσι και το νεολαιίστικο, το γυναικείο και όλα τα κοινωνικά κινήματα που προέκυψαν με το ’68 διεκδικούσαν την αναγνώριση του δικού τους κόσμου και και των δικών τους δικαιωμάτων.
Έτσι, η διείσδυση του κεφαλαίου στο σύνολο της καθημερινής ζωής επέκτεινε και την κριτική της καπιταλιστικής ιδεολογίας στις ειδικές μορφές με τις οποίες εμφανίζεται κι εσωτερικεύεται από/σε κάθε καθημερινή σχέση και πράξη. Εδώ ήταν το σημείο σύμφυσης του συλλογικού με το ατομικό, της βάσης με το εποικοδόμημα, της καταπίεσης με την αλλοτρίωση, της πολιτικής με την αντικουλτούρα, της ιδεολογίας με την καθημερινότητα. Κι εδώ βρίσκεται η σημασία της Πολιτιστικής Επανάστασης. Στο ότι αναγνώρισε την αυξανόμενη βαρύτητα του εποικοδομήματος για τη λειτουργία του σύγχρονου καπιταλισμού και άρα την ανάγκη κριτικής και αλλαγής της ενσωματωμένης σχέσης κεφάλαιο στα μέσα και τα εργαλεία του. Στο ότι η κυριαρχία πάνω τους και η ανάπτυξη σοσιαλιστικών είδους σχέσεων δεν ήταν ζήτημα απλά αντικατάστασης του ιδιοκτήτη και του σκοπού χρήσης των ήδη ανεπτυγμένων στον καπιταλισμό μέσων, αλλά αντικατάστασής τους με τέτοια που να αντανακλούν τις νέες σχέσεις ενός διαφορετικού συστήματος κοινωνικής οργάνωσης. Αυτή η κριτική της αστικής ιδεολογίας στο εσωτερικό των κατεστημένων δομών και μεθόδων επέτρεψε το συγχρονισμό του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος (μιας "καθυστερημένης" χώρας) με τα αναδυόμενα ζητήματα και κινήματα του ‘60, σε αντίθεση με τις καταδικαστικές στάσεις των ρεβιζιονιστικών κομμάτων.
Μετά
Η κριτική και το "τέλος" του μοντέλου της αποικιοκρατίας και του φορντικού μοντέλου παραγωγής αποτελούν τους δύο πυλώνες της αμφισβήτησης ή του τέλους της κυριαρχίας της Μοντερνικότητας. Την ίδια στιγμή, το καθολικό όραμα του ’68 μπορεί να ιδωθεί σαν το κύκνειο άσμα της. Με αυτή την έννοια, το ’68 μπορεί να νοηθεί σαν η τελευταία ιστορική ασυνέχεια της Μοντέρνας Εποχής, σαν μια μοντέρνα κριτική της Μοντερνικότητας. Η πλάστιγγα που θα καθορίσει την εξέλιξη αυτής της κριτικής προς τα διάφορα "μετα-" (σαν εκδηλώσεις του ανολοκλήρωτου της κριτικής) θα είναι οι διαμορφούμενοι (αρνητικοί) συσχετισμοί δύναμης.
Κύριο χαρακτηριστικό της "νέας εποχής" θα είναι το πέρασμα από το "ρεαλισμό της ουτοπίας" στην "ουτοπία του ρεαλισμού". Η στροφή από την εφικτότητα του αδύνατου στον πραγματισμό της πολιτικής σαν "τέχνης του εφικτού". Από την επανάσταση στο ρεφορμισμό και στην εσωτερίκευση της ήττας μέσω της ανάδειξης των υποκειμενικών λόγων ("παλιών" και "νέων" υποκειμένων), από το "προσωπικό είναι πολιτικό" στο "πολιτικό είναι το προσωπικό" (πολιτική των ταυτοτήτων), από τις κομμούνες και τα κοινόβια στον εναλλακτικισμό και στο πάντρεμά του με την αγορά. Για το σύστημα, η κατάρρευση της δικής του οικουμενικής Αλήθειας και Πραγματικότητας σήμαινε την κατάρρευση κάθε αλήθειας και πραγματικότητας, μια σχετικοποίηση –και όχι σχετικότητα, που συνεπάγεται νόμους και αρχές σχέσεων– των πάντων.
Ήταν αυτή η εξέλιξη συνέπεια της αφομοίωσης πλευρών του ’68 από το σύστημα ή και στοιχείο υποχώρησης –έστω σε κάποιες πλευρές– του τελευταίου, για να διατηρήσει την ηγεμονία του;
Η προσαρμογή του καπιταλισμού ήταν αναγκαστική μπρος σε κινήματα που άφηναν ανοιχτές άλλες δυνατότητες. Προϋπόθεση, όμως, αυτής της αλλαγής προς την ίδια κατεύθυνση ήταν η βίαιη καταστολή κάθε άλλης δυνατότητας. Η μετάλλαξη και ο εκσυγχρονισμός του δυτικού καπιταλισμού προς το μετα-βιομηχανικό του στάδιο, το Τρίτο Κύμα (τεχνολογικής επανάστασης) και τη (νεο)ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την εξάλειψη του κινδύνου που ενσάρκωναν τα επαναστατικά κινήματα σε όλο τον κόσμο. Για να επιτευχθεί αυτό, το σύστημα αναγκάστηκε αλλού να αποδεχτεί την ήττα του ή να υποχωρήσει… και αλλού να χρησιμοποιήσει πολύμορφη βία… για να αποφύγει τα χειρότερα.
Η κάμψη του κινήματος ήταν προϋπόθεση για όλες τις διαρθρωτικές αλλαγές που ακολούθησαν από τα τέλη του ’70 και για την "αφομοίωση" της κριτικής των κινημάτων του ’60 (βασικά σε ζητήματα εποικοδομήματος). Τα τελευταία προβλήθηκαν στη λογική της αγοράς, όπου τα διάφορα κοινωνικά υποκείμενα και οι εκφράσεις τους μεταφράζονταν τώρα (και αποπεριθωριοποιούνταν) σαν ταυτότητες, ταμπέλες και προωθούμενα στυλ. Ωστόσο, υπάρχει ένα πρόβλημα όταν αναφερόμαστε σε αυτή τη διαδικασία απλά ως "αφομοίωση". Γιατί ο όρος αναγνωρίζει μόνο τη μία πλευρά της διαδικασίας, την κυριαρχία του συστήματος, και όχι το γεγονός της αναγκαστικής του οπισθοχώρησης για επιβίωση και της συνεχούς από τότε κρίσης του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου