Τα Πέτρινα Χρόνια εξιστορούν την πορεία της μετα-εμφυλιακής Ελλάδας και περιγράφουν τις δυσκολίες της Ελληνικής Αριστεράς. Παίρνοντας ως αφορμή την προσωπική ιστορία δύο καταδιωγμένων νέων από την εξουσία, ο Βούλγαρης καταγράφει με παλμό την ελληνική κοινωνία κατά τη διάρκεια των Πέτρινων Χρόνων (1954-1974) της Ελλάδας.
Ο Μπάμπης (Δημήτρης Καταλειφός) και η Ελένη (Θέμις Μπαζάκα) γνωρίζονται το 1954 στη Θεσσαλία όπου παράνομα μοιράζουν προκηρύξεις. Ο Μπάμπης συλλαμβάνεται και φυλακίζεται ενώ η Ελένη καταφεύγει στην Αθήνα όπου κρύβεται μέχρι το 1966 σε διάφορα σπίτια ομοϊδεατών, όπως στο σπίτι της ‘καπελού’ Κλειώ (Ειρήνη Ιγγλέση).
Η Ελένη γνωρίζει τον Μπάμπη ελάχιστα, όμως ο έρωτας τους δυναμώνει μέσα από τις κακουχίες και ολοκληρώνεται όταν ο Μπάμπης αποφυλακίζεται. Η δικτατορία θα εμποδίσει τα όνειρά τους και η διεκδίκηση της ελευθερίας θα τους οδηγήσει στη φυλακή. Τα επόμενα 8 χρόνια η Ελένη θα μεγαλώσει το παιδί της σε ένα κελί και θα βλέπει τον Μπάμπη μέσα από τα κάγκελα που την χωρίζουν από το κελί του Μπάμπη. Οταν αποφυλακίζονται, η Ελένη συμβιώνει με τον άντρα που γνωρίζει μόνο 72 ώρες και γεύεται την ελευθερία που είναι όμως νοθευμένη με 10 χρόνια διώξεων και περιορισμού.
Η ταινία δεν είναι καθαρά πολιτική. Ο σκηνοθέτης παρουσιάζει το δράμα των πρωταγωνιστών του- και κατ`επέκταση της κοινωνίας- σε μια ανήσυχη πραγματικότητα. Η ταινία δεν είναι ‘ιστορική’. Μέσα από την καθημερινότητα και τις πράξεις των πρωταγωνιστών ξεδιπλώνεται η ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Βούλγαρης εστιάζει περισσότερο στο ανθρώπινο συναίσθημα παρά σε ιστορικά γεγονότα. Οι ηθοποιοί μεταφέρουν στην οθόνη τα βιώματα μιας εποχής όπου υπήρχε μεγάλη απόσταση ανάμεσα στις επιθυμίες και στην πραγματικότητα.
Η Θέμις Μπαζάκα κέρδισε το βραβειο Α Γυναικείου Ρόλου στο φεστιβάλ της Βενετίας για την καταπληκτική ερμηνεία της ως Ελένη Υφαντή. Καταλυτική είναι και η μουσική επένδυση η οποία στιγμάτισε τόσο την ταινία όσο και τον δημιουργό Σταμάτη Σπανουδάκη. Ο ήχος του κλαρίνου (Βασίλης Σαλέας) κορυφώνει την μελαγχολία των πρωταγωνιστών και σημαδεύει την συγκεκριμένη κοινωνικο-πολιτική Ελληνική πραγματικότητα. Ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του, μιλώντας για τη σημασία της μουσικής στις ταινίες του, τόνισε τη σύνδεσή της με την Ελλάδα και την ανθρώπινη ψυχή: ‘Η Ελλάδα είναι μια χώρα που χρησιμοποιεί πολύ τη μουσική. Την ακούς από το διπλανό σπίτι, την ακούς από τον ταξιτζή που βάζει μουσική. Ερωτευτήκαμε με τη μουσική, αγωνιστήκαμε με τη μουσική, κυνηγηθήκαμε με τη μουσική.’
Ο Μπάμπης (Δημήτρης Καταλειφός) και η Ελένη (Θέμις Μπαζάκα) γνωρίζονται το 1954 στη Θεσσαλία όπου παράνομα μοιράζουν προκηρύξεις. Ο Μπάμπης συλλαμβάνεται και φυλακίζεται ενώ η Ελένη καταφεύγει στην Αθήνα όπου κρύβεται μέχρι το 1966 σε διάφορα σπίτια ομοϊδεατών, όπως στο σπίτι της ‘καπελού’ Κλειώ (Ειρήνη Ιγγλέση).
Η Ελένη γνωρίζει τον Μπάμπη ελάχιστα, όμως ο έρωτας τους δυναμώνει μέσα από τις κακουχίες και ολοκληρώνεται όταν ο Μπάμπης αποφυλακίζεται. Η δικτατορία θα εμποδίσει τα όνειρά τους και η διεκδίκηση της ελευθερίας θα τους οδηγήσει στη φυλακή. Τα επόμενα 8 χρόνια η Ελένη θα μεγαλώσει το παιδί της σε ένα κελί και θα βλέπει τον Μπάμπη μέσα από τα κάγκελα που την χωρίζουν από το κελί του Μπάμπη. Οταν αποφυλακίζονται, η Ελένη συμβιώνει με τον άντρα που γνωρίζει μόνο 72 ώρες και γεύεται την ελευθερία που είναι όμως νοθευμένη με 10 χρόνια διώξεων και περιορισμού.
Η ταινία δεν είναι καθαρά πολιτική. Ο σκηνοθέτης παρουσιάζει το δράμα των πρωταγωνιστών του- και κατ`επέκταση της κοινωνίας- σε μια ανήσυχη πραγματικότητα. Η ταινία δεν είναι ‘ιστορική’. Μέσα από την καθημερινότητα και τις πράξεις των πρωταγωνιστών ξεδιπλώνεται η ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Βούλγαρης εστιάζει περισσότερο στο ανθρώπινο συναίσθημα παρά σε ιστορικά γεγονότα. Οι ηθοποιοί μεταφέρουν στην οθόνη τα βιώματα μιας εποχής όπου υπήρχε μεγάλη απόσταση ανάμεσα στις επιθυμίες και στην πραγματικότητα.
Η Θέμις Μπαζάκα κέρδισε το βραβειο Α Γυναικείου Ρόλου στο φεστιβάλ της Βενετίας για την καταπληκτική ερμηνεία της ως Ελένη Υφαντή. Καταλυτική είναι και η μουσική επένδυση η οποία στιγμάτισε τόσο την ταινία όσο και τον δημιουργό Σταμάτη Σπανουδάκη. Ο ήχος του κλαρίνου (Βασίλης Σαλέας) κορυφώνει την μελαγχολία των πρωταγωνιστών και σημαδεύει την συγκεκριμένη κοινωνικο-πολιτική Ελληνική πραγματικότητα. Ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του, μιλώντας για τη σημασία της μουσικής στις ταινίες του, τόνισε τη σύνδεσή της με την Ελλάδα και την ανθρώπινη ψυχή: ‘Η Ελλάδα είναι μια χώρα που χρησιμοποιεί πολύ τη μουσική. Την ακούς από το διπλανό σπίτι, την ακούς από τον ταξιτζή που βάζει μουσική. Ερωτευτήκαμε με τη μουσική, αγωνιστήκαμε με τη μουσική, κυνηγηθήκαμε με τη μουσική.’
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου